φάσουλος

φάσουλος
φάσουλος,
A = φάσηλος 1, Cyran.30 (cf. φασίουλος v. l. in Gal.6.542).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φάσουλος — ὁ, Α βλ. φασίολος …   Dictionary of Greek

  • φασίολος — ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία τής φασολιάς και τού καρπού της. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”